αναδιάπλαση

αναδιάπλαση
η
διάπλαση, διαπαιδαγώγηση σε νέες βάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγιο σύνθ. < ανα-* + διάπλαση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”